- ῥητορικούς
- ῥητορικόςoratoricalmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακροπολίτης — Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας λογίων. 1. Γεώργιος (Κωνσταντινούπολη 1217 – 1281). Ιστορικός, συγγραφέας, πολιτικός και θεολόγος. Σπούδασε και σταδιοδρόμησε αρχικά στη Νίκαια, πρωτεύουσα του ομώνυμου κράτους, όπου είχε συγκεντρωθεί η ηγεσία του… … Dictionary of Greek
ακτουάριος — ἀκτουάριος, ο (AM) μσν. γιατρός τής αυτοκρατορικής αυλής αρχ. 1. γραφέας τών Ρωμαίων, ο οποίος στενογραφούσε τις αγορεύσεις στη Γερουσία και στα δικαστήρια, καθώς και τους ρητορικούς λόγους που εκφωνούνταν στην εκκλησία τού δήμου 2. αξιωματικός… … Dictionary of Greek
ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… … Dictionary of Greek
λογοποιώ — λογοποιῶ, έω (Α) [λογοποιός] 1. γράφω, συγγράφω, συνθέτω 2. (ιδίως) συγγράφω έργα ή ρητορικούς λόγους 3. επινοώ μυθεύματα, διαδίδω ψευδείς φήμες («ἐλογοποίουν οἱ ἐχθροὶ περὶ ἐμοῡ», Ανδοκ.) 4. μέσ. λογοποιούμαι αποδίδω λογαριασμό 5. μέσ. κάνω… … Dictionary of Greek
λυγισμός — ο (AM λυγισμός) [λυγίζω] λύγισμα, κάμψη, κλίση, στροφή («οἱ κῳμωδούμενοι ἐν φαύλαις ὀργήσεσι λυγισμοί», Ευστ.) νεοελλ. φυσ. φαινόμενο αστάθειας μορφής το οποίο εκδηλώνεται σε δομικά στοιχεία που καταπονούνται με θλίψη και κατά το οποίο ένα σώμα… … Dictionary of Greek
Ανδοκίδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αττικός αγγειοπλάστης (6ος αι. π.Χ.). Υπήρξε τυπικός εκπρόσωπος της μεταβατικής φάσης από τον μελανόμορφο στον ερυθρόμορφο ρυθμό. Πιστεύεται μάλιστα πως ο ρυθμός αυτός διαμορφώθηκε στο εργαστήριό του. Στα αγγεία του… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Τζιακόζα, Ιωσήφ — (Giacosa, 1847 – 1906). Ιταλός θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά αλλά επιδόθηκε στη λογοτεχνία. Το πρώτο του έργο με τον τίτλο Δραματικές σκηνές και κωμωδίες είχε μεγάλη επιτυχία και μετά την παράσταση του θεατρικού του έργου Μια παρτίδα… … Dictionary of Greek
Χρυσοβέργης — Επώνυμο 2 λογίων. 1. Νικηφόρος. Βυζαντινός λόγιος, ο οποίος ήκμασε στην Κωνσταντινούπολη το δεύτερο μισό του 12ου αι. Σχετικά με τη ζωή του είναι λίγα γνωστά. Ήταν ίσως αυλικός και αργότερα χειροτονήθηκε μητροπολίτης Σάρδεων. Άλλωστε, με αυτό τον … Dictionary of Greek